- βάρεις
- βά̱ρεις , βᾶριςEt.Gud.fem nom/voc pl (attic epic ionic)βά̱ρεις , βᾶριςEt.Gud.fem nom/acc pl (attic ionic)βαρέωweigh downimperf ind act 2nd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρεῖς — βαρέω weigh down pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) βαρύς heavy in weight masc nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν … Dictionary of Greek
βαρύφθογγος — βαρύφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο 2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους … Dictionary of Greek
δυσάρμοστος — η, ο (AM δυσάρμοστος, ον) αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα αρχ. (για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής … Dictionary of Greek
επεκτρίβω — ἐπεκτρίβω (Μ) φθείρω, καταστρέφω («οἷα λύκοι βαρεῑς τὴν τοῡ Χριστοῡ ποίμνην ἐπεκτρίβοντες», Ευσ.) … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
ξεχέζω — βρίζω κάποιον με άγριο τρόπο, περιλούω κάποιον με βαρείς χαρακτηρισμούς και βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χέζω (αόρ. ἐξ έχεσα), βλ. λ. ξ (ε) ] … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek